βουτηχτός

βουτηχτός
-ή, -ό [βουτώ]
1. αυτός που έχει βυθιστεί σε νερό, υγρό, χρέος κ.λπ.
2. βρεγμένος, σκεπασμένος από υγρό («βουτηχτός στη λάσπη», «βουτηχτός στο αίμα» κ.λπ.)
3. (για ψάρια και θαλασσινά) εκείνος που ψαρεύεται με βουτιές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βουτηχτός — ή, ό επίρρ. βουτηχτά ο βρεγμένος, ο βουτηγμένος: Έφαγα ψωμί βουτηχτό στο γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”