- βουτηχτός
- -ή, -ό [βουτώ]1. αυτός που έχει βυθιστεί σε νερό, υγρό, χρέος κ.λπ.2. βρεγμένος, σκεπασμένος από υγρό («βουτηχτός στη λάσπη», «βουτηχτός στο αίμα» κ.λπ.)3. (για ψάρια και θαλασσινά) εκείνος που ψαρεύεται με βουτιές.
Dictionary of Greek. 2013.